μονοψήφιος

μονοψήφιος
-α, -ο
(για αριθμό) αυτός που αποτελείται από ένα μόνο ψηφίο («μονοψήφιος αριθμός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -ψήφιος (< ψηφίο). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στο Κρίσις Βιβλίων Δ' Ολυμπιάδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μονοψήφιος — α, ο (για αριθμούς), αυτός που αποτελείται από ένα μόνο ψηφίο: Το 2 είναι μονοψήφιος αριθμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”